- περίαπτον
- το талисман, амулет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιάπτον — περϊάπτον , περιάπτω tie pres part act masc voc sg περϊάπτον , περιάπτω tie pres part act neut nom/voc/acc sg περιιάπτω wound all round pres part act masc voc sg περιιάπτω wound all round pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαπτον — περίαπτος hung round masc/fem acc sg περίαπτος hung round neut nom/voc/acc sg περΐαπτον , περιάπτω tie imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) περΐαπτον , περιάπτω tie imperf ind act 1st sg (homeric ionic) περί̱απτον , περιιάπτω wound all round… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIRRHINUM vel ANTIRRHIZUM — ANTIRRHINUM, vel ANTIRRHIZUM herba olim multum ad Magicos usus adhibita. Ad famam enim et dignitatem comparandam aliquid facere, prodidêre nonnulli, apud Theophrastum Histor. Plantar. l. 9. c. 21. Εὔκλειαν γάρ φασιν ἀεὶ ποιεῖν τὸ ἀντίῤῥιζον… … Hofmann J. Lexicon universale
CYCLAMINUS — sinus Asiaticus Bospori Thracii. Golfo di Soltania Gyllio. Idem herbae nomen, de qua vide Plin. l. 25. c. 9. ubi tria eius genera pluribus exsequitur. Ex iis primum Tuber terrae quoque dictum, in omnibus seri domibus iubet, contra mala… … Hofmann J. Lexicon universale
ένδεσμα — το (Α ἔνδεσμα) νεοελλ. δέσμη, ορμαθός αρχ. περίαπτον, φυλαχτό … Dictionary of Greek
αβάσκαντος — η, ο (Α ἀβάσκαντος, ον) [βασκαίνω] 1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί 2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει (νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον,… … Dictionary of Greek
περιαρτώ — άω, Α 1. κρεμώ κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο (α. «ἐρινά... ἃ περιαρτῶσι ταῑς συκαῑς», Πολυδ. β. «δείξειε περίαπτον ὑπὸ τῶν γυναικῶν τῷ τραχήλῳ περιηρτημένον», Πλούτ.) 2. μέσ. περιαρτῶμαι, άομαι (για πρόσ.) κρεμώ κάτι στο σώμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek